- ἐξαποδύνω
- ἐξ - απο - δύνω: put off; εἵματα, Od. 5.372†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
εξαποδύνω — ἐξαποδύνω (Α) βγάζω τα ρούχα, γδύνομαι («εἵματα δ ἐξαπέδυνε» έβγαλε τα ρούχα του, πέταξε τα φορέματα, Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + αποδύνω «γδύνω», παράλλ. τ. τού απο δύω] … Dictionary of Greek
ἐξαπέδυνε — ἐξαπέδῡνε , ἐξαποδύνω put off aor ind act 3rd sg ἐξαπέδῡνε , ἐξαποδύνω put off imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαπέδυνεν — ἐξαπέδῡνεν , ἐξαποδύνω put off aor ind act 3rd sg ἐξαπέδῡνεν , ἐξαποδύνω put off imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαποδύσηται — ἐξαποδύ̱σηται , ἐξαποδύνω put off aor subj mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)